Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θωυκτήρ — θωϋκτήρ, ὁ (Α) [θωΰσσω] αυτός που κραυγάζει, αυτός που γαβγίζει … Dictionary of Greek
θωυκτήρ — barker masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωυκτῆρα — θωυκτήρ barker masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)